οπιθόμβροτος

οπιθόμβροτος
ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. τού ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀπιθόμβροτον — ὀπιθόμβροτος following a mortal masc/fem acc sg ὀπιθόμβροτος following a mortal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • οπισθόμβροτος — ὀπισθόμβροτος, ον (Α) βλ. ὀπιθόμβροτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”