- οπιθόμβροτος
- ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. τού ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.